Η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων καθιερώθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 4 Δεκεμβρίου 2000 και τιμάται κάθε χρόνο στις 20 Ιουνίου, με αφορμή την υπογραφή της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων το 1951
Η σύμβαση της Γενεύης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη σύσταση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η οποία ήταν επιφορτισμένη να βοηθήσει στη μετεγκατάσταση των 1,2 εκατομμυρίων Ευρωπαίων που είχαν μείνει άστεγοι εξαιτίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στα 54 χρόνια της ύπαρξής της, η Ύπατη Αρμοστεία έχει βοηθήσει πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους και για τις προσπάθειές της αυτές έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το διεθνές δίκαιο ορίζει ότι πρόσφυγες είναι οι άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιστρέψουν στις χώρες τους, εξαιτίας βάσιμου φόβου δίωξης, με βάση τη φυλή, το θρήσκευμα, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την εθνικότητά τους ή τη συμμετοχή τους σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.
Σήμερα, η Ύπατη Αρμοστεία, με περισσότερα από 5.000 στελέχη, πολλά από τα οποία αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρούς κινδύνους κατά της προσωπικής τους ασφάλειας, βοηθά πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους που συγκεντρώνουν την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Ο αριθμός των ανθρώπων που διαφεύγουν από τον πόλεμο, τις διώξεις και τις συγκρούσεις έφτασε σχεδόν τα 80 εκατομμύρια το 2019. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό που έχει καταγραφεί ποτέ από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) στα 70 περίπου χρόνια λειτουργίας της.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες υπολογίζει ότι ένας άνθρωπος στους εκατό έχει ξεριζωθεί από το σπίτι του, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του οργανισμού. To 2022 η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων είναι επικεντρωμένη στο δικαίωμα αναζήτησης ασφάλειας. Κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη έχει το δικαίωμα να αναζητάει ασφάλεια – όποιος ή όποια κι αν είναι, από όπου κι αν προέρχεται και οποτεδήποτε αναγκάζεται να ξεριζωθεί.
2022: Η Έκθεση «Παγκόσμιες Τάσεις» της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες
Ο αριθμός των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο την τελευταία δεκαετία και βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν σημειωθεί ποτέ, μια τάση που μπορεί να αντιστραφεί μόνο με μια νέα συντονισμένη προσπάθεια για την επίτευξη ειρήνης, δήλωσε σήμερα η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Μέχρι τα τέλη του 2021, ο αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν εξαιτίας του πολέμου, της βίας, των διώξεων και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε φτάσει στα 89,3 εκατομμύρια, μεγαλύτερος κατά 8 τοις εκατό από την περασμένη χρονιά και τουλάχιστον διπλάσιος σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Παγκόσμιες Τάσεις της Ύπατης Αρμοστείας.
Έκτοτε, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία – η οποία προκάλεσε την ταχύτερη και μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις αναγκαστικού εκτοπισμού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – καθώς και άλλες επείγουσες καταστάσεις, από την Αφρική μέχρι το Αφγανιστάν και ακόμα παραπέρα, έκαναν τον αριθμό των εκτοπισμένων να ξεπεράσει το δραματικό ορόσημο των 100 εκατομμυρίων.
«Κάθε χρόνο την τελευταία δεκαετία, οι αριθμοί αυξάνονται συνεχώς», τόνισε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi. «Είτε θα πρέπει η διεθνής κοινότητα να συνεργαστεί και να αναλάβει δράση μπροστά σε αυτή την ανθρώπινη τραγωδία, επιλύοντας τις συγκρούσεις και βρίσκοντας βιώσιμες λύσεις, είτε η τρομακτική αυτή ανοδική τάση θα συνεχιστεί».
Η περσινή χρονιά ξεχώρισε για τον αριθμό των συγκρούσεων που κλιμακώθηκαν και νέων που ξέσπασαν. Είκοσι τρεις χώρες, με πληθυσμό συνολικά 850 εκατομμυρίων ανθρώπων, αντιμετώπισαν συγκρούσεις μέτριας ή υψηλής έντασης, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα.
Στο μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, ο πληθωρισμός και η κλιματική κρίση επιδεινώνουν τα δεινά που αντιμετωπίζουν αυτοί οι πληθυσμοί, οδηγώντας την ανθρωπιστική ανταπόκριση στα όριά της. Παράλληλα, η προοπτική χρηματοδότησης για πολλές από τις καταστάσεις αυτές μοιάζει απογοητευτική.
Ο αριθμός των προσφύγων αυξήθηκε το 2021 σε 27,1 εκατομμύρια. Ο αριθμός των αφίξεων αυξήθηκε κατακόρυφα στην Ουγκάντα, το Τσαντ και το Σουδάν, μεταξύ άλλων. Για μια ακόμη φορά, οι περισσότεροι πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν σε γειτονικές χώρες με λιγοστούς πόρους. Ο αριθμός των αιτούντων άσυλο έφτασε τα 4,6 εκατομμύρια, σημειώνοντας 11 τοις εκατό αύξηση.
Την περασμένη χρονιά αυξήθηκε επίσης για 15η συνεχή χρονιά ο αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας τους εξαιτίας των συγκρούσεων, φτάνοντας τα 53,2 εκατομμύρια. Η αύξηση αυτή προκλήθηκε λόγω της επιδεινούμενης βίας ή των συρράξεων σε ορισμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα στη Μυανμάρ. Η σύρραξη στο Τιγκρέ της Αιθιοπίας και σε άλλες περιοχές προκάλεσε τη φυγή εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στη χώρα. Οι εξεγέρσεις στην περιοχή του Σαχέλ οδήγησαν σε νέο εσωτερικό εκτοπισμό, ιδίως στη Μπουρκίνα Φάσο και το Τσαντ.
Η ταχύτητα και ο όγκος του εκτοπισμού εξακολουθεί να υπερβαίνει τις διαθέσιμες λύσεις για τους εκτοπισμένους – τέτοιες λύσεις είναι η επιστροφή, η επανεγκατάσταση ή η ένταξη στην κοινωνία υποδοχής. Παρ’ όλα αυτά, η έκθεση Παγκόσμιες Τάσεις αφήνει και κάποια περιθώρια αισιοδοξίας. Ο αριθμός των προσφύγων και εσωτερικά εκτοπισμένων που επέστρεψαν στις εστίες τους σημείωσε αύξηση το 2021, φτάνοντας στα επίπεδα της προ κορωνοϊού εποχής, με τον εθελούσιο επαναπατρισμό να αυξάνεται κατά 71 τοις εκατό, αν και οι αριθμοί συνολικά παρέμειναν σε μέτρια επίπεδα.
«Αν και είμαστε μάρτυρες νέων τρομακτικών προσφυγικών καταστάσεων, με τις υφιστάμενες να αναζωπυρώνονται ή να παραμένουν ανεπίλυτες, υπάρχουν επίσης παραδείγματα χωρών και κοινοτήτων που συνεργάστηκαν για να βρουν λύσεις για τους εκτοπισμένους πληθυσμούς», πρόσθεσε ο κ. Grandi. «Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ήδη σε ορισμένες περιοχές – όπως για παράδειγμα με την περιφερειακή συνεργασία για τον επαναπατρισμό στην Ακτή του Ελεφαντοστού – αλλά αυτές οι σημαντικές αποφάσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται ή να ενισχύονται και αλλού.»
Τέλος, αν και ο εκτιμώμενος αριθμός των ανιθαγενών ανθρώπων αυξήθηκε ελαφρώς το 2021, περίπου 81.200 άνθρωποι απέκτησαν ιθαγένεια ή επιβεβαίωσαν την ιθαγένειά τους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση στα επίπεδα ανιθαγένειας από τότε που ξεκίνησε η εκστρατεία «Ανήκω» (IBelong) της Ύπατης Αρμοστείας το 2014.