Το 60% του πληθυσμού στον δυτικό και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαροι και το 25% παχύσαρκοι


 

Ανησυχητικές διαστάσεις παίρνει η παχυσαρκία στη χώρα μας ανεβάζοντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης σε ότι αφορά τα ποσοστά παχύσαρκων πολιτών, ενώ με ταχύτερους ρυθμούς αυξάνονται και τα παχύσαρκα παιδιά.

Δεδομένα του ΟΟΣΑ αναφέρουν ότι σήμερα το 60% του πληθυσμού στον δυτικό και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαροι και το 25% παχύσαρκοι. Μέσα στην επόμενη 10ετία, εκτιμάται ότι το ποσοστό της παχυσαρκίας θα φθάσει στο 50% με τους μισούς από τους παχύσαρκους να έχουν νοσογόνο παχυσαρκία.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με δεδομένα του 2019, παχύσαρκος ήταν 1 στους 6 πολίτες (17%) και σχεδόν το 50% είχε βάρος ανώτερο του φυσιολογικού. Αντίστοιχη υψηλή συχνότητα παχυσαρκίας καταγράφηκε και στα παιδιά ηλικίας 7 – 9 ετών ενώ μόνο το 30,3% του γενικού πληθυσμού έχει κανονικό βάρος.

Τα αίτια της αυξημένης συχνότητας παχυσαρκίας σχετίζονται με αυξημένη κατανάλωση ενέργειας μέσω των τροφών και του καθιστικού τρόπου ζωής και εργασίας. Από το 1960 μέχρι σήμερα, το μέγεθος των σακχαρούχων ποτών, των ειδών ζαχαροπλαστικής και των σνακ έχει αυξηθεί από 20 -100%, ενώ οι Ευρωπαίοι περνούν καθιστοί περισσότερες από 5 ώρες την μέρα. Στον χώρο εργασίας η ενέργεια που καταναλώνεται σήμερα είναι κατά 15% λιγότερη σε σύγκριση με το 1960. Επιπλέον, το 60% των Ευρωπαίων πολιτών προτιμά να χρησιμοποιεί αυτοκίνητο στις καθημερινές μετακινήσεις και μόνο το 19% χρησιμοποιεί τακτικά τα ΜΜΜ. Ταυτόχρονα, οι πολίτες της Ε.Ε. λαμβάνουν καθημερινά επιπλέον 500 θερμίδες την ημέρα σε σχέση με πριν 40 χρόνια.

Για τους πολίτες, η παχυσαρκία είναι υποεκτιμημένη ως νόσος. Το 84% των ατόμων δεν γνωρίζει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση πολλών καρκίνων, ενώ περισσότεροι από τους μισούς, αγνοούν τη σχέση της παχυσαρκίας με τα καρδιοαγγειακά συμβάντα και δεν γνωρίζουν ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες  μεγαλώνουμε, ζούμε, γερνάμε και πεθαίνουμε, ασκούν τη μεγαλύτερη επίδραση στην υγεία του ατόμου και χαρακτηρίζονται ως οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας. Έχει τεκμηριωθεί ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, το εισόδημα και η εκπαίδευση, καθώς επίσης και μια σειρά συμπεριφορικών παραγόντων, έχουν σημαντική συμβολή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας. Τέλος, υπάρχει ιδιαίτερα ισχυρή αντίστροφη σχέση του μορφωτικού επιπέδου με το σωματικό βάρος στις γυναίκες, αλλά και αντίστροφη σχέση του εισοδήματος με την παχυσαρκία τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες.

Η παχυσαρκία στα παιδιά της Ευρώπης σχετίζεται στενά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονέων τους. Υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας εντοπίζονται στη χώρα μας σε άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο και με μειωμένη σωματική δραστηριότητα. Όσο για την παιδική παχυσαρκία, η χώρα μας κατέχει πολύ υψηλή θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης με τάσεις ανόδου, υποθηκεύοντας το μέλλον της υγείας της κοινωνίας μας.

Ελλάδα

Στην χώρα μας, σημειώνεται υψηλή πρόσληψη ζάχαρης και χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών, ενώ παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών, παράγοντες που επιβαρύνουν την εμφάνιση  παχυσαρκίας. Παράλληλα, παρατηρούνται  υψηλά ποσοστά παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρκίνος της μήτρας, του μαστού κλπ.

Για την Ελλάδα, προβλέπεται ότι το 2030 σχεδόν το 30% των πολιτών θα είναι παχύσαρκοι, με ρυθμό ετήσιας αύξησης του ποσοστού από το 2010 έως το 2030 να είναι 1,5%, ενώ στα παιδιά ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός αύξησης είναι 2,1%. Η άκρως δυσοίωνη πρόβλεψη είναι ότι το 2060, 3 στους 4 κατοίκους της χώρας θα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.

 

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ