Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat


 

Οι ακάλυπτες ανάγκες υγείας αφορούν το 18,1% των χαμηλόμισθων στη χώρα μας και το 0,9% των υψηλόμισθων ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ και φτάνουν το 35,2% του συνόλου των δαπανών υγείας.

Το αποτέλεσμα είναι τα άτομα με οικονομικές δυσκολίες να σταματούν ή να μειώνουν τη φαρμακευτική τους αγωγή χωρίς συμβουλή γιατρού και η αιτία συνήθως είναι το κόστος.

Η καλή υγεία φαίνεται να αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001 ευρώ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία.

Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες σε άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας.

Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.

Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις προληπτικές εξετάσεις. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις πραγματοποιούν τις εξετάσεις αυτές σε μεγαλύτερο ποσοστό, ιδίως αν πρόκειται για πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.

Σχετική έρευνα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία. Στη δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι Σκανδιναβικές. 

Στην Ελλάδα η αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία εντάθηκε κατά την οικονομική κρίση του 2010-2018, όπου τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, κυρίως των χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων. Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.

 

 

Τα ανωτέρω στοιχεία παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος.

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ