Η Διεθνής Ημέρα Μη Βίας εορτάζεται στις 2 Οκτωβρίου, την ημέρα γενεθλίων του Μαχάτμα Γκάντι
Τον Ιανουάριο του 2004, η Ιρανή δικηγόρος, βραβευμένη με Νόμπελ, Σιρίν Εμπαντί, έλαβε μια ιδέα για τη διεθνή ημέρα μη βίας από ένα καθηγητή που δίδασκε Χίντι στο Παρίσι ενώ βρισκόταν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Η ιδέα προσέλκυσε σταδιακά το ενδιαφέρον κάποιων μελών του Κόμματος του Κογκρέσου. Τον Ιανουάριο του 2007, ένα ψήφισμα του συνεδρίου Σατυαγκράχα κάλεσε τα Ηνωμένα Έθνη να υιοθετήσουν την ιδέα, έπειτα από πρωτοβουλία της Σόνια Γκάντι (προέδρου του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου και προέδρου της Ηνωμένης Προοδευτικής Συμμαχίας) και του αρχιεπισκόπου Ντέσμοντ Τούτου.
Η Διεθνής Ημέρα Μη Βίας καθιερώθηκε στις 15 Ιουνίου 2007 με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 2 Οκτωβρίου, ημερομηνία γέννησης του Μαχάτμα Γκάντι (1869). Στόχος της γιορτής είναι να περάσει το μήνυμα της μη χρήσης βίας σε όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις μέσα από την εκπαίδευση και την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Ορισμός της μη βίας
Η αρχή της μη βίας – επίσης γνωστή ως μη βίαιη αντίσταση – απορρίπτει τη χρήση σωματικής βίας προκειμένου να επιτευχθεί κοινωνική ή πολιτική αλλαγή. Συχνά περιγράφεται ως «η πολιτική των απλών ανθρώπων», αυτή η μορφή κοινωνικού αγώνα έχει υιοθετηθεί από μαζικούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο σε εκστρατείες για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο Καθηγητής Gene Sharp, κορυφαίος λόγιος για τη μη βίαιη αντίσταση, χρησιμοποιεί τον ακόλουθο ορισμό στη δημοσίευσή του Η πολιτική της μη βίαιης δράσης:
«Η μη βίαιη δράση είναι μια τεχνική με την οποία οι άνθρωποι που απορρίπτουν την παθητικότητα και την υποταγή, και οι οποίοι βλέπουν τον αγώνα ως απαραίτητο, μπορούν να διεξάγουν τη σύγκρουση χωρίς βία. Η μη βίαιη δράση δεν είναι μια προσπάθεια αποφυγής ή αγνόησης των συγκρούσεων. Είναι μια απάντηση στο πρόβλημα του πώς να ενεργούμε αποτελεσματικά στην πολιτική, ειδικά πώς να ασκούμε αποτελεσματικά τις εξουσίες ».
Ενώ η μη βία χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο του ειρηνισμού, από τα μέσα του εικοστού αιώνα ο όρος «μη βία» έχει υιοθετηθεί από πολλά κινήματα κοινωνικής αλλαγής που δεν επικεντρώνονται στην αντίθεση στον πόλεμο.
Ένα βασικό δόγμα της θεωρίας της μη βίας είναι ότι η εξουσία των ηγεμόνων εξαρτάται από τη συγκατάθεση του πληθυσμού, και ως εκ τούτου η μη βία επιδιώκει να υπονομεύσει μια τέτοια εξουσία μέσω της απόσυρσης της συγκατάθεσης και της συνεργασίας του λαού.
Υπάρχουν τρεις κύριες κατηγορίες δράσης χωρίς βία:
-διαμαρτυρία και πειθώ, συμπεριλαμβανομένων πορείες και αγώνες
-μη συνεργασία και
-μη βίαιη παρέμβαση, όπως αποκλεισμοί και επαγγέλματα
***
Ο Μαχάτμα Γκάντι (1869-1949) υπήρξε σημαίνουσα μορφή του εθνικού κινήματος για την ανεξαρτησία της Ινδίας από την Μεγάλη Βρετανία και εμπνευστής της παθητικής αντίστασης (πολιτικής ανυπακοής) και της μη χρήσης βίας έναντι των καταπιεστών.
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 στο Πορμπαντάρ της υπό αγγλική κυριαρχία Ινδικής επαρχίας Γκουτζαράτ. Είναι γνωστός ως «Μαχάτμα» («Μεγάλη Ψυχή» στα σανσκριτικά), χαρακτηρισμό που φέρεται να του απέδωσε το 1915 ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής και στοχαστής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.
Επί πολλά χρόνια, αγωνίστηκε υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδών μεταναστών στη Νότια Αφρική και εμπνεύστηκε την πολιτική της μη βίας ως μέσο αντίστασης στους καταπιεστές. Όπως, όμως, αναφέρουν οι βιογράφοι του, «αυτά που έκανε εκείνος για τη Νότια Αφρική ήταν λιγότερο σημαντικά απ’ ό,τι έκανε η Νότια Αφρική για εκείνον». Εκεί μετατράπηκε από δικηγόρος σε πολιτικό ηγέτη.
Το 1915 επέστρεψε στην Ινδία και δεν έφυγε ξανά από τη χώρα του, εκτός από ένα σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη το 1931. Στην αρχή κράτησε χαμηλό προφίλ, αλλά ως το 1920 είχε γίνει η κυριότερη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας. Επί των ημερών του το Ινδικό Εθνικό Κόμμα του Κογκρέσου έγινε μια μαζική πολιτική οργάνωση, που άπλωνε τις ρίζες της σε κάθε πόλη και χωριό της Ινδίας. Το μήνυμα του Γκάντι ήταν απλό: δεν την κρατούσαν υπόδουλη τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών.
Ο Γκάντι έγινε κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Η στάση των Βρετανών απέναντί του ήταν ένα κράμα θαυμασμού, θυμηδίας, αμηχανίας, καχυποψίας και μνησικακίας. Τα ίδια συναισθήματα έτρεφαν και αρκετοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.
Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας. Συγχρόνως, δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας.
Ο Γκάντι με την πολιτική και πνευματική στάση του πυροδότησε τρεις από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα: την επανάσταση κατά της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων και της βίας. Μεταξύ των προσωπικοτήτων που επηρεάστηκαν από τη δράση του αξίζει να αναφέρουμε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις ΗΠΑ και τον Νέλσον Μαντέλα στη Νότιο Αφρική. Ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγονται ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο οποίος έβλεπε στην πολιτική της μη βίας του Γκάντι το πιθανό αντίδοτο στη μαζική βία που εξαπολύθηκε με τη διάσπαση του ατόμου, και o σουηδός νομπελίστας οικονομολόγος Γκούναρ Μίρνταλ, που χαρακτηρίζει τον Γκάντι «φωτισμένο φιλελεύθερο σε όλα σχεδόν τα πεδία».
Πηγή:sansimera.gr