«Έβγαλε το μαχαίρι του κι άρχισε να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Είχε πάθει αμόκ…»


 

24 Φεβρουαρίου, 1973. Απόκριες. Το νυχτερινό κέντρο «Νεραϊδα της Αθήνας», στην Κυψέλη ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ενώ ο Κώστας Καρουσάκης και ο Τάκης Αθανασιάδης είχαν αναλάβει την διασκέδαση των θαμώνων.

Κάποια στιγμή, εμφανίζεται μια παρέα 3 ανδρών και 2 γυναικών και κάθονται δίπλα στο τραπέζι που ήταν δίπλα στην πίστα. Ανάμεσα σε αυτούς, ο αδερφός του Νίκου Κοεμτζή δίνει παραγγελιά στον τραγουδιστή Κώστα Καρουσάκη να τραγουδήσει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη.

***

“Ο κόσμος εκείνη τη βραδιά του Σαββάτου ήταν στα μεγάλα του κέφια, χόρευε και διασκέδαζε με την ψυχή του. Τότε ο ένας από την παρέα των πέντε ατόμων, που στη συνέχεια απεδείχθη πως ήταν ο αδερφός του Νίκου Κοεμτζή, με φώναξε κοντά του για να μου πει κάτι.

Θα μου πεις παραγγελιά τις «Βεργούλες» για να χορέψω.

Για όσους δεν ξέρουν, «παραγγελιά» είναι η επιθυμία ενός πελάτη να ακούσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι το οποίο χορεύει ο ίδιος στην πίστα μόνος του. Τις περισσότερες φορές η «παραγγελιά» είναι ζεϊμπέκικο και οι δικοί του φίλοι τον ραίνουν με λουλούδια, σπάζοντας πιάτα και χτυπώντας του παλαμάκια γονατιστοί, ενώ εκείνος φέρνει τις βόλτες του. Όταν όμως η πίστα είναι γεμάτη κόσμο που χορεύει, είναι πολύ δύσκολο να τον απομακρύνεις για να ικανοποιήσεις την επιθυμία του ενός πελάτη να χορέψει την «παραγγελιά».

Δεν μπορώ, του απάντησα σκύβοντας προς το τραπέζι του. Κοίτα τι γίνεται!… Χορεύουν τόσοι άνθρωποι. Είναι δύσκολο να τους κατεβάσω Σαββατιάτικα απ’ την πίστα…

Μου γνέφει απειλητικά με τη γνωστή χειρονομία, βάζοντας το δείκτη του χεριού του στα χείλη του. «Όταν κατέβεις θα τα πούμε…»

Από ένστικτο για να αποφύγω μια πιθανή φασαρία, ύστερα από την απειλητική διάθεση του συγκεκριμένου πελάτη, είπα το σλόου – λεζάντα τραγούδι μου «Ήταν κι αυτή μια περιπέτεια», για να σταματήσει ο κόσμος να χορεύει και να κατέβει από την πίστα. Τελείωσα το πρόγραμμά μου γρηγορότερα και πήγα στην κουζίνα του κέντρου να πιω λίγο νερό. Στο διάδρομο συνάντησα τον Τάκη Αθανασιάδη και εν ολίγοις του είπα το περιστατικό που πριν λίγο είχε συμβεί. Του ζήτησα να τραγουδήσει εκείνος την «παραγγελιά» αν τη ζητήσουν ξανά.

Η παρέα του Νίκου Κοεμτζή ζήτησε το συγκεκριμένο τραγούδι και από τον Τάκη Αθανασιάδη, που της έκανε το χατίρι. Ο αδερφός του Νίκου σηκώθηκε για να χορέψει την «παραγγελιά». Όμως η πίστα ήταν γεμάτη. Με την έναρξη του τραγουδιού ο κόσμος άρχισε να χορεύει μαζί του το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο. Εκείνος πλησίασε τον τραγουδιστή και τον πίεζε να πει στο μικρόφωνο πως οι «Βεργούλες» είναι «παραγγελιά» και ήθελε να χορέψει μόνος του. Ο Τάκης αρνήθηκε λέγοντάς του «Πέστο εσύ στο μικρόφωνο να φύγουν απ’ την πίστα, γιατί εγώ δεν το λέω. Ζήτησέ το εσύ από τον κόσμο, για να χορέψεις όπως γουστάρεις…».

Εγώ ήμουν στην άκρη του διαδρόμου, κοντά στην πίστα, παρακολουθώντας τα δρώμενα. Πράγματι, εκείνος δεν δίστασε, και πήρε το μικρόφωνο στα χέρια του φωνάζοντας δυνατά:

Κατεβείτε όλοι κάτω ρε για να χορέψω εγώ! «Παραγγελιά», δεν ακούτε ρε… εεεεε;

Φυσικά οι πελάτες δεν υπάκουσαν. Από τη μια το ποτό και η ωραία διάθεση που είχαν, από την άλλη ο χορός που απολάμβαναν, δεν κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο και συνέχισαν να χορεύουν.

Ο Νίκος Κοεμτζής βλέποντας τη βαβούρα πάνω στην πίστα, ανέβηκε, έβγαλε το μαχαίρι του κι άρχισε να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Είχε πάθει αμόκ. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ, ώστε ν’ ανέβει στην πίστα και να «καρφώνει» τους πελάτες που χόρευαν. Είναι μια σκηνή που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Το μαχαίρι του έσταζε αίμα από αυτούς που είχε μαχαιρώσει. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, μαχαίρωνε και όποιον συναντούσε στο διάβα του μέχρι να φτάσει στην έξοδο του κέντρου, προτείνοντας το μαχαίρι του δεξιά και αριστερά, αριστερά και δεξιά, προφανώς για να μην μπορεί κανείς να τον πλησιάσει και τον εμποδίσει μέχρι να ξεφύγει.

Οι άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο πανικόβλητοι, ουρλιάζοντας, προσπαθώντας να βγουν έξω από το κέντρο, βλέποντας τους νεκρούς πεσμένους στην πίστα και τους τραυματισμένους να βογκούν από τον πόνο. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που πριν λίγο έπιναν, γλεντούσαν και χόρευαν ήταν άλλοι νεκροί και άλλοι βαριά τραυματισμένοι. Δεν μπορώ με λόγια να περιγράψω τη σκηνή του τρόμου. Οι σερβιτόροι, όλοι οι άνθρωποι του κέντρου, οι καλλιτέχνες προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε εκείνους που είχαν τραυματιστεί.

Στην προσπάθειά μου να βρω κάποιον να ειδοποιήσει τα ασθενοφόρα έφθασα στην έξοδο, την ίδια ακριβώς στιγμή με τον Νίκο Κοεμτζή. Ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Τον κοίταξα και με κοίταξε. Έμεινα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ και να συνειδητοποιήσω το χρόνο εκείνες τις μοιραίες στιγμές. Κοντά μου ήρθε ο Γιώργος Γιαλούρης, χρόνια επιχειρηματίας νυχτερινών κέντρων και φίλος μου. Αντελήφθη τον κίνδυνο που διέτρεχα και μ’ έσπρωξε προς τον τοίχο για να φύγω από το οπτικό πεδίο του Κοεμτζή και από την τροχιά του μαχαιριού του. Ο Κοεμτζής κρατώντας πάντα το μαχαίρι του χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Τρεις νεκροί, εκ των οποίων οι δύο ήταν αστυνομικοί, και εφτά τραυματίες ο απολογισμός του αιματηρού φονικού.

Η πίστα ήταν γεμάτη αίματα. Κανείς δεν άντεχε να καθαρίσει το χώρο από το αίμα τόσων αθώων. Ακόμη ακούω στ’ αυτιά μου τα βογκητά των τραυματισμένων και τις κραυγές απόγνωσης των φίλων και των συγγενών των θυμάτων.”


Ο Νίκος Κοεμτζής έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου 2011.

 

 

Αποσπάσματα του Κώστα Καρουσάκη, μέσα από την αυτοβιογραφία του.

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ