Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971, ο σπουδαίος ποιητής Γιώργος Σεφέρης έφυγε από την ζωή, σε ηλικία 71 ετών


 

Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ο πρώτος που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Ο Σεφέρης, ήταν παντρεμένος με την Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησαν παιδιά.

Ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), με μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία, έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, τόσο με θετικές όσο και με αρνητικές αντιδράσεις. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, καθώς θεωρήθηκε ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Η καθιέρωση του ωστόσο έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα.

Ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της.

Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.

 

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, μιλώντας στο ραδιόφωνο του BBC, αποδοκίμασε την χούντα με την περίφημη δήλωσή του: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά».

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισήχθη στον Ευαγγελισμό προκειμένου να χειρουργηθεί για δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, έλαβε αντιδικτατορικό χαρακτήρα με το πλήθος να σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη, “Άρνηση“.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

 

“Επί Ασπαλάθων”

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…
Γαλήνη.
– Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“Τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι”.

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

31 του Μάρτη 1971

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ