Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη. Τα έργα του – εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 – είναι κλασικά στην σύλληψή τους
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής. Ο Γιαννούλης, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) και το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία τού Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε.
Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τον χειμώνα του 1877, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε πολλές φορές να αυτοκτονήσει. Αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ο ανεκπλήρωτος έρωτας του για μία συμπατριώτισσά του. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, η ψυχολογία και η ψυχιατρική βρίσκονταν ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα… σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Το 1888, με την κατάστασή του να επιδεινώνονται, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη, ενώ του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος δημιουργούσε.
Το 1901 πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο, για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε 15 χρόνια υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη και για τον λόγο αυτό, δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με την γλυπτική και κατέστρεφε οτιδήποτε εκείνος δημιουργούσε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε απομακρυνθεί τελείως από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος ως βοσκός, φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα ενώ το επαρχιακό περιβάλλον ήταν εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεωτεριστών καλλιτεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα». “Έφυγε” το 1938, στις 15 Σεπτεμβρίου, από εγκεφαλικό.
Η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων του Χαλεπά είναι παροιμιώδης. Το έργο του Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα. Σ’ αυτό το έργο των νεανικών του χρόνων, ο Χαλεπάς συνδυάζει την αρχαία ελληνική γλυπτική με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.
Η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία έκφρασή της στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε αργότερα σε έναν εντελώς προσωπικό δημιουργό μοναδικής ποιότητας.