Αν και τα έργα του εντάχθηκαν από τους Ναζί στην «εκφυλισμένη τέχνη» και απαγορεύτηκαν, τα πιο πολλά από αυτά διασώθηκαν, διατηρώντας ανέπαφη την υστεροφημία του


 

Ο Edvard Munch γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1863 στο Όλντασμπρουκ των τότε Ηνωμένων Βασιλείων Σουηδίας και Νορβηγίας (σημερινή Νορβηγία) και πέρασε τα εφηβικά του χρόνια στην Κριστιανία (σημερινό Όσλο).

Έζησε μια ζωή γεμάτη ερωμένες, αλκοόλ, πίνακες, ασθένειες και θανάτους που τον στοίχειωναν αλλά τα έργα του θα μείνουν για πάντα στην ιστορία, με διασημότερο ίσως την «Κραυγή» .

 

 

Ζωγράφιζε σαν τρελός, πάντα περιπετειώδη και συχνά πρωτοποριακά θέματα, βαθιά επηρεασμένος από σύγχρονες ιδέες, στοχαστές και καλλιτέχνες όπως οι Μάξ Κλίγκερ, Φρίντριχ Νίτσε, Σίγκμουντ Φρόιντ και Ερρίκος Ίψεν. Με σαφείς καλλιτεχνικές επιρροές από τους μετα-ιμπρεσσιονιστές, ο Munch είναι συμβολιστικός σε περιεχόμενο, απεικονίζοντας καταστάσεις του μυαλού παρά την εξωτερική πραγματικότητα. Δεν αποσκοπούσε στην απεικόνιση μιας τυχαίας στιγμής, αλλά σε στιγμές που υπάρχει έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο και εκφραστική ενέργεια. Υπολόγιζε προσεκτικά τις συνθέσεις του ώστε να δημιουργεί ανήσυχη και τεταμένη ατμόσφαιρα.

 

 

Οι φιγούρες του Munch εμφανίζονται σαν να διαδραματίζουν ρόλους και  δεδομένου ότι κάθε χαρακτήρας ενσωματώνει μια ενιαία ψυχολογική διάσταση, οι άνθρωποι εμφανίζονται περισσότερο συμβολικοί  παρά ρεαλιστικοί.

Η ιστορία της «Κραυγής»

Το πιο διάσημο έργο του, η «Κραυγή», ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και πολύτιμους πίνακες στον κόσμο, προέκυψε σε μία από τις δύσκολες στιγμές στη ζωή του Munch.
Ο καλλιτέχνης ήταν ένας νεαρός άνδρας στο χείλος μιας ολικής ψυχικής κατάρρευσης όταν, περπατώντας με φίλους του στο Όσλο ένα βράδυ, είδε κάτι που ενέπνευσε το αριστούργημά του, το 1893.

Βρίσκονταν κοντά στο άσυλο που ήταν φυλακισμένη η αδερφή του και σε ένα σφαγείο, όπου οι κραυγές των ζώων που πέθαιναν συνδυάζονταν με τις κραυγές των ψυχικά διαταραγμένων ασθενών – όταν ξαφνικά, όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για τον ίδιο, ο οποίος ήταν ήδη, όπως το έθεσε, σε «τεντωμένο σκοινί» με την φύση να «ουρλιάζει στο αίμα μου» και να του δίνει την «αίσθηση πως δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ζήσει».
Αυτή ήταν η στιγμή. «Ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα και ακούμπησα στον φράχτη, νιώθοντας απίστευτα κουρασμένος» έγραψε. «Γλώσσες φωτιάς και αίμα εκτείνονταν παντού. Οι φίλοι μου συνέχισαν να περπατούν, ενώ εγώ έμεινα πίσω, τρέμοντας από φόβο. Τότε άκουσα την τεράστια, ατελείωτη κραυγή της φύσης».

130 χρόνια αργότερα, το πορτρέτο του Munch (ή πιθανότατα αυτοπροσωπογραφία) μιας μορφής με ένα κρανίο για κεφάλι και ένα ορθάνοιχτο στόμα, παραμένει θρυλικό.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε πέντε εκδοχές του έργου – δύο πίνακες, δύο έργα με παστέλ και μια λιθογραφία – μέσα σε μια περίοδο 27 ετών.
Όταν πέθανε, σε ηλικία 80 ετών, οι αρχές ανακάλυψαν 1.008 έργα ζωγραφικής, 4.443 σχέδια και 15.931 ξυλογραφίες, χαρακτικά και λιθογραφίες, κρυμμένα πίσω από κλειδωμένες πόρτες στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του.

Ο ίδιος είπε,
«Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουν λουλούδια και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα».

 

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ