Ο David Bowie ήταν κορυφαίος ερμηνευτής και συνθέτης, από τους επιδραστικότερους στην ιστορία της μουσικής


 

Η καριέρα του -αρκετά βήματα μπροστά, τόσο από τον ανταγωνισμό όσο και από τα δεδομένα της εκάστοτε εποχής- χαρακτηρίστηκε από τις διαδοχικές μεταμορφώσεις μέσω των χαρακτήρων που έπλαθε (Major Tom, Ziggy Stardust, Aladdin Sane,The Thin White Duke), ενώ τελικά καθιερώθηκε ως κορυφαίος ερμηνευτής και συνθέτης.

Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Μπρίξτον του Λονδίνου στις 8 Ιανουαρίου 1947. Ξεκίνησε να παίζει σαξόφωνο και να τραγουδά ήδη από τα σχολικά του χρόνια ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 60′ ακολουθούσε τις μοντέρνες ενδυματολογικές συνήθειες και κινήθηκε στον χώρο του RnB. Το 1969 επαναπροσδιορήστηκε καλλιτεχνικά με το τραγούδι «Space Oddity», η κυκλοφορία του οποίου προγραμματίστηκε ώστε να συμπέσει με την προσσελήνωση του αμερικανικού διαστημοπλοίου «Απόλλων 11».

Η δεκαετία του ’70 ξεκίνησε με σημαντικές αλλαγές, τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή, ενώ σύντομα ήρθε το πρώτο από μία σειρά εξαίρετων άλμπουμ, μέσα από τα οποία αναδείχθηκαν τραγούδια που πέρασαν στην ιστορία όπως τα «Changes», «The Jean Genie», «Ziggy Stardust», «Starman», «Rock ’Ν’ Roll Suicide», «Aladdin Sane» κ.ά.

To μουσικό και αισθητικό ρεύμα που δημιούργησε, ξεχώρισε και επηρέασε την εξέλιξη όχι μόνο του γκλαμ-ροκ και του πανκ, αλλά και του μεταγενέστερου μουσικού τοπίου στο σύνολό του.

Το 1977 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου έζησε τρία χρόνια συνεργαζόμενος με τον Brian Eno και τον Iggy Pop, ενώ παράλληλα μεγέθυνε τον μουσικό του ορίζοντα με τα άλμπουμ «Low» (1977), «Heroes» (1977) και «Lodger» (1979). Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 80′ επέστρεψε στο κύριο ρεύμα με το άλμπουμ «Scary Monsters (And Super Creeps)» (1980), ενώ το 1982 αιφνιδίασε με το χορευτικό ύφος του «Let’s Dance» σε συνεργασία με τον Nile Rodgers των Chic.

Το 1989, δημιούργησε το συγκρότημα Tin Machine, με τους οποίους παρέμεινε ως το 1992, με περιορισμένη καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση, φλερτάροντας με το σκληρό ροκ.

Το 1993 επέστρεψε στη σόλο καριέρα με το άλμπουμ «Black Tie White Noise» (με electro-dance προσανατολισμό), το οποίο διαδέχτηκε το «Earthling» (1997). Το 1998, πρωτοπορώντας ξανά, αλλά σ’ ένα διαφορετικό πεδίο, έστησε στο νεοσύστατο τότε διαδίκτυο, μία πλατφόρμα με την ονομασία BowieNet, στην οποία οι οπαδοί της μουσικής του μπορούσαν ν’ ακούσουν τραγούδια του, να μάθουν νέα του και να επικοινωνήσουν μαζί του.

To 1999 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «hours…», αξιοποιώντας το τέλος της χιλιετίας ως ευκαιρία καλλιτεχνικού και προσωπικού απολογισμού, σε στυλ που είχε εξερευνηθεί και σε προηγούμενα έργα του. Οι στίχοι είναι ενδοσκοπικοί, περιγράφοντας θέματα όπως η κατάρρευση σχέσεων, το άγχος αλλά και χριστιανικά ζητήματα. Ήταν το πρώτο άλμπουμ μεγάλου καλλιτέχνη που ήταν διαθέσιμο για λήψη μέσω Διαδικτύου.

Στο άλμπουμ «Heathen» (2002) συνεργάστηκε με το φίλο του από τα παλιά Tony Visconti, τον οποίο βρίσκουμε ξανά στο «Reality» (2003). Ακολούθησε μία περιοδεία, η πρώτη για το Bowie ύστερα από δέκα χρόνια.

Αναπάντεχα εμφανίστηκε ξανά μία δεκαετία αργότερα με το άλμπουμ «The Next Day» (2013), μια συλλογή από απλά ροκ τραγούδια και τρία χρόνια αργότερα, ανήμερα των 69ων γενεθλίων του, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Blackstar», την τελευταία εν ζωή δισκογραφική δουλειά του. Δύο μέρες αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 2016, ο David Bowie έφυγε από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο.

Στην προσωπική του ζωή, ο Bowie δήλωνε αμφισεξουαλικός, γεγονός που επιβεβαίωσε και η πρώτη του σύζυγος, η οποία ανέφερε τη σχέση του με τον Μικ Τζάγκερ. Με την Μπάρνετ απέκτησε ένα γιο, τον σκηνοθέτη Ντάνκαν Τζόουνς. Σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε το μοντέλο και επιχειρηματία Ιμάν, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αλεξάντρια Τζόουνς.

 

 

 

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ