Όσα χρόνια και αν περάσουν, η πρώτη μέρα στο σχολείο προκαλεί στους μαθητές και στους γονείς, τους ίδιους προβληματισμούς και συναισθήματα. Το κείμενο του Δημήτρη Ψαθά, δημοσιεύθηκε στα “ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ”, για την έναρξη της σχολικής χρονιάς 1931 – 1932


 

 

 

«Πω, πω μελαγχολία…Χωρίς ακόμα καλά καλά τα πρώτα σύννεφα να ρυτιδώσουν τον ουρανόν, τα προσωπάκια του μικρόκοσμου εγέμισαν θλίψη. (…)

»Τι ανησυχία, Θεε μου, εις τα στρατόπεδα των πιτσιρίκων, τι αναστάτωσις!…Μα γιατί βιάστηκε τόσο πολύ αυτός ο άθλιος ο Σεπτέμβριος να δώση το παρόν του;

»Δεν μπορούσε να καθήση ακόμα ένα μήνα τουλάχιστον για να ξεκουραστούν τα παιδιά; Έτσι που ενεφανίσθη αιφνιδιαστικά με θερμοκρασίαν ακόμη τριάντα δύο βαθμούς έχει επιφέρει καταστροφήν. (…)

Προετοιμασία

«Η προετοιμασία για το σχολείον είνε ο επίλογος μιας ευτυχίας και ο πρόλογος μιας δυστυχίας!…

»Αργότερα βέβαια θα στρώσουν τα πράγματα και η ζωή του πιτσιρίκου θα πάρη τον κανονικόν δρόμον της. Αλλά σήμερα;

»Τα βλέπετε αυτά τα βιβλία που βρίσκονται σκονισμένα εκεί σε μιάν άκρητης εταζέρας ή στιβαγμένα μέσα στην βιβλιοθηκούλα;

»Τόσο καιρό είχαν μείνει ξεχασμένα εκεί. Κανείς δεν τους έριχνε ούτε μια ματιά. Καθώς τα είχαν κλείσει και πετάξει όπου-όπου οι μικροσκοπικοί κάτοχοί των, ερρίχτηκαν με τα μούτρα στο γλέντιτου θέρους και εφόρτωσαν στον κόκορα όλην την σοφίαν των. Ήταν η δικαία τιμωρία του μικρόκοσμου γιατί τις τελευταίες μέρες τον είχαν ψήσει.

»Ήταν αποφασισμένος να πληρώση τας φοβεράς στιγμάς που επέρασαν μαζί τους με μακράν περιφρόνησιν. Το ακρογιάλι του άνοιξε την αγκάλην.

»Εκεί μέσα στα δροσερά κυματάκια του εξεχάστηκαν όλες η πικρίες και η στενοχώριες των τελευταίων ημερών του έτους.

»Το δάσος των πεύκων προσέφερε την σκιάν του και τα τζιτζίκια του. Το μακρυνό νησάκι προσέφερε την γαλήνην του.

»Το υψηλό βουνό παρεχώρησε τας εκτάσεις του επάνω εις της οποίες δεν έφθανεν ο αντίλαλος της φωνής του σοφού καθηγητού, ούτε και η ανάμνησίς του ακόμη.

»Την ημέρα εκυνηγούσε γρύλλους, εσκαρφάλωνε στα δέντρα, εχανόταν σε μακρυνούς περιπάτους, εκλωτσούσε την μπάλλα του ανάεμεσα στους αγρούς.

»Και τώρα; Η φωνή της μαμάς άρχισε το ξεχασμένο τροπάριον:

Νίκο!…ρίξε μια ματιά, παιδί μου, στην βιβλιοθήκη να τακτοποιήσης τα βιβλία σου! Τάφαγε η σκόνη τόσο καιρό!…

»(…) Η Λουλούκα η δυστυχής είναι περισσότερο κατεστραμένη από αυτήν την ιστορία. Αριθμεί δεκαπέντε έτη. Ζήτημα είνε. Και όμως στην εξοχή δεν έχασε καθόλου τον καιρό της. Εμεγάλωσε!

»Όταν δεν έχει κανείς να κάνη με τους λόγους του Δημοσθένους, δεν το παίρνει τόσο κατάκαρδα. Τουναντίον ευρίσκει άλλους λόγους…προφορικούς. (…)

»Και η Λουλούκα εκεί εις την εκοχήν εμελέτησε επί αρκετόν τους λόγους, που δεν ήταν καθόλου αρχαίοι και μάλιστα δεν διεκρίνοντο για την εξαιρετικά καλήν της σύνταξιν λόγω της συγκινήσεως!…

-Αχ, δεσποινίς Λουλού…πόσο χαριτωμένη είσαστε.

– Αλήθεια;

– Σας το ορκίζομαι…

»Και μετά τον περίπατον εξόχως ρωμαντικόν επίστεψε  πως έγινε πλέον σωστή “δεσποινίς”. Τι έλεγε όμως τώρα η μαμά πάλι με τα βιβλία; (…)

»Αντίο εξοχή και ξενοιασιά. Μπροστά εις την πόρτα του σχολείο θα μαζευτούν από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος οι άσωτοι και θα αρχίσουν πάλιν, ύστερα από το μεγάλο διάλειμμα του θέρους, το μάθημά τους.

»Εις τον αυλόγυρο του σχολείου θα αρχίσουν ατελείωτες διηγήσεις:

   – Στης Σπέτσες τι θαύμα που περάσαμε παιδιά…

   – Εμείς περάσαμε ωραία στο Μαρούσι.

   – Στη Βουλιαγμένη ήταν τρέλα…

Και κάποτε το κουδούνι θα αντηχήση δυνατά και τα παιδιά θα μαζευτούν στης “παραδόσεις”. Εκεί ο κ. καθηγητής θα χαιρετίση με όλίγα λόγια τους νέους του μαθητάς κι ύστερα θ’ αρχίση:

    – Εφέτος θα διδαχθώμεν μερικά πράγματα από τον Πλάτωνα…Γνωρίζετε τι ήτο ο Πλάτων;

Και κάποιος θα απαντήση μελαγχολικά:

      – Ω συμφορά μας, κύριε καθηγητά!…

 

 


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ